- χελωνιάρης
- -α, -ικο1. αυτός που πάσχει από χοιράδωση, αυτός που βγάζει χελώνια.2. το αρσ. ως ουσ., χελωνιάρης κοινή ονομασία ορισμένων ειδών του πουλιού αετός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.